χαλιναγωγός

χαλιναγωγός
-όν, Α
αυτός που συγκρατεί, που αναχαιτίζει, σαν τον ιππέα που χρησιμοποιεί το χαλινάρι («ὁ τῶν Ἰορδανίων ῥείθρων χαλιναγωγός», Ιωάνν. Χρυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλινός + ἀγωγός (πρβλ. δημ-αγωγός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χαλιναγωγός — χαλῑναγωγός , χαλιναγωγός guiding as with bit and bridle masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλιναγωγόν — χαλῑναγωγόν , χαλιναγωγός guiding as with bit and bridle masc/fem acc sg χαλῑναγωγόν , χαλιναγωγός guiding as with bit and bridle neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλιναγωγώ — χαλιναγωγῶ, έω, ΝΜΑ [χαλιναγωγός] 1. (σχετικά με άλογο ή με άλλο ζώο) συγκρατώ ή οδηγώ με το χαλινάρι 2. μτφ. αναχαιτίζω, ανακόπτω, αναστέλλω (α. «δεν μπορούσε να χαλιναγωγήσει τις παρορμήσεις του» β. «μὴ χαλιναγωγῶν γλῶσσαν αὐτοῡ», ΚΔ γ. «ὅταν… …   Dictionary of Greek

  • χαλιναγωγῶ — χαλῑναγωγῶ , χαλιναγωγέω guide with pres subj act 1st sg (attic epic doric) χαλῑναγωγῶ , χαλιναγωγέω guide with pres ind act 1st sg (attic epic doric) χαλῑναγωγῶ , χαλιναγωγός guiding as with bit and bridle masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλιναγωγῶν — χαλῑναγωγῶν , χαλιναγωγέω guide with pres part act masc nom sg (attic epic doric) χαλῑναγωγῶν , χαλιναγωγός guiding as with bit and bridle masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”